- κρουσταλλιάζω
- [κρούσταλλο]1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρουσταλλιάζω — κρουσταλλιάζω, κρουστάλλιασα, κρουσταλλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρουσταλλιάζω — κρουστάλλιασα, κρουσταλλιασμένος 1. γίνομαι κρούσταλλο, παγώνω. 2. φρ., «Kρουστάλλιασαν τα χέρια μου», πάγωσαν τα χέρια μου τόσο πολύ, ώστε μου φαίνονται σαν να έχουν γίνει κρύσταλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… … Dictionary of Greek
κρουστάλλιασμα — το [κρουσταλλιάζω] 1. (για υγρό) πάγωμα, πήξη, στερεοποίηση 2. (για μέλη τού σώματος) ψύξη, κοκάλιασμα 3. κρυοπάγημα … Dictionary of Greek